- προναύκληρος
- προ-ναύ-κληρος, ὁ, Stellvertreter des ναύκληρος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προναύκληρος — one who acts for a shipmaster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προναύκληρος — ὁ, Α αυτός που εκτελεί καθήκοντα ναυκλήρου, ο αντικαταστάτης ναυκλήρου … Dictionary of Greek
προναυκλήρου — προναύκληρος one who acts for a shipmaster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προναυκληρώ — έω, Α [προναύκληρος] εκτελώ καθήκοντα ναυκλήρου, αντικαθιστώ τον ναύκλήρο … Dictionary of Greek